- αντισπασμωδικός, -ή
- -ό επίρρ. -ά αυτός που καταπραΰνει τους σπασμούς: Για την καταπράυνση των σπασμών τού έδωσαν ένα αντισπασμωδικό φάρμακο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.